δισταχτικός

δισταχτικός
η , ό колеблющийся, нерешительный, сомневающийся

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "δισταχτικός" в других словарях:

  • ακαταστάλακτος — η, ο και ακαταστάλαχτος [κατασταλάζω] 1. αυτός που δεν έχει κατασταλάξει, ο θολός 2. όποιος δεν έχει καταλήξει σε οριστικές αποφάσεις ή συμπεράσματα, ο δισταχτικός 3. ο πνευματικά ή ηθικά ανώριμος …   Dictionary of Greek

  • διστακτικός — και δισταχτικός, ή, ό (AM διστακτικός, ή, όν) [διστάζω] αυτός που διστάζει, αναποφάσιστος …   Dictionary of Greek

  • αναποφάσιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν παίρνει αποφάσεις, ο δισταχτικός: Σ όλες τις κρίσιμες στιγμές ήταν αναποφάσιστος. 2. το ουδ. ως ουσ., το αναποφάσιστο η δισταχτικότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απρόθυμος — η, ο επίρρ. α αυτός που κάνει κάτι χωρίς όρεξη, χωρίς ενδιαφέρον, δισταχτικός: Σε καθετί που του ζήτησα να με βοηθήσει ήταν απρόθυμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δειλός — ή, ό επίρρ. ά φοβητσιάρης, άτολμος, δισταχτικός, λιπόψυχος: Ο δειλός δύσκολα προοδεύει στη ζωή του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εφεκτικός — ή, ό 1. ο δισταχτικός, ο επιφυλαχτικός. 2. φρ., «εφεκτικοί φιλόσοφοι», οι φιλόσοφοι που πιστεύουν πως η γνώση δεν είναι δυνατή, αλλ. σκεπτικοί φιλόσοφοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»